ἤπιον

ἤπιον
ἤπιος
gentle
masc acc sg
ἤπιος
gentle
neut nom/voc/acc sg
ἤπιος
gentle
masc/fem acc sg
ἤπιος
gentle
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática …   Wikipedia Español

  • ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… …   Dictionary of Greek

  • Αρριανών, δήμος — Νέος δήμος (5.781 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τους συνοικισμούς Αγιοχώριον, Αρριανά, Κίνυρα, Πλαγιά, Λύκειον, Μικρό Πιστόν, Μύστακας, Νέδα, Στροφή και Νικήται της κοινότητας Αρριανών, Ήπιον …   Dictionary of Greek

  • Έπιον — Αρχαία πόλη των Μινυών της Τριφυλίας. Ήταν χτισμένη σε απότομη κορυφή βουνού, μεταξύ Σαμικού της Ήλιδας και Ηραίας της Αρκαδίας. Μερικοί την ταυτίζουν με την ομηρική πόλη του Νέστορα Αίπυ. Οι Ηλείοι κατέστρεψαν το Ε. το 480 π.Χ. Ερείπια από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”